-
1 πείραμα
[пирама] ουσ. о. испытание, опыт, эксперимент,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πείραμα
-
2 эксперимент
-а α.1. πείραμα•произвести эксперимент κάνω πείραμα•
физический эксперимент πείραμα φυσικής•
химический эксперимент πείραμα χημείας.
2. δοκιμή• πρόβα• απόπειρα. -
3 опыт
опыт м 1) (навык) η πείρα, η εμπειρία 2) (эксперимент) η δοκιμή, το πείραμα* * *м1) ( навык) η πείρα, η εμπειρία2) ( эксперимент) η δοκιμή, το πείραμα -
4 эксперимент
эксперимент м το πείραμα; поставить \эксперимент πειραματίζομαι, κάνω πειράματα* * *мτο πείραμαпоста́вить экспериме́нт — πειραματίζομαι, κάνω πειράματα
-
5 достоверность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > достоверность
-
6 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
7 опыт
1. (эксперимент) το πείραμα 2. (практика) η πείραη πρακτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опыт
-
8 проба
1. (испытание, проверка) η δοκιμή, το πείραμα, η δοκιμασία, η εξέταση, ο έλεγχος, η αντίδραση 2. (образец) το δείγμα 3. (количество частейдрагоценного металла, заключающееся вопределённом числе весовых долей сплава, а также клеймо, обозначающее это количество) о βαθμ/ός (των ευγενών μετάλλων)устанавливать - у προσδιορίζω το - ό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проба
-
9 ставить
1. (в нужное положение) βάζω, τοποθετώ, θέτω, (в вертикальное положение) στήνω 2. (назначать для выполнения какой-л. работы, назначать на какое-л. место должность) διορίζω 3. (приводить в какое-л. положение, состояние) φέρω, οδηγώ 4. (помещать куда-л.) βάζω 5. (укреп-лять, устанавливать, прикреплять и т.п.) βάζω, στήνω, στερεώνω, ανεγείρω- на якорь αγκυροβολώ, προσδένω το πλοίο επί των αγκύρων6. (производить, осуществлять) βάζω, κάνω, πραγματοποιώ 7. (осуществлять постановку на сцене) ανεβάζω (στη σκηνή) 8. (выдвигать, предлагать) προτείνω, θέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ставить
-
10 эксперимент
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эксперимент
-
11 опыт
опытм1. (совокупность знаний, навыков) ἡ πείρα:жизненный \опыт ἡ πείρα τής ζωής· обмен \опытом ἡ ἀνταλλαγή (τής) πείρας· убеждаться на \опыте πείθομαι ἀπό τήν πείρα· знать по собственному \опыту γνωρίζω ἐξ ίδίας πείρας· отсу́тствие \опыта ἡ ἀπειροσύνη, ἡ ἔλλειψις πείρας·2. (эксперимент) τό πείραμα / ἡ δοκιμή, ἡ δοκιμασία (проба):производить \опыты κά(μ)-νω πειράματα, πειραματίζομαι· лабораторные \опыты τά ἐργαστηριακά πειράματα. -
12 эксперимент
экспериментм τό πείραμα, ὁ πειραματισμός. -
13 эксперимент
[εκσπιριμιέντ] ουσ. α πείραμα -
14 binary experiment
French\ \ expérience binaireGerman\ \ binärer VersuchDutch\ \ binair experiment; 0-1 experiment; Bernoulli-experimentItalian\ \ esperimento binariSpanish\ \ experimento binarioCatalan\ \ experiment binariPortuguese\ \ experiência binária; experimento binário (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ binære eksperimentNorwegian\ \ binære eksperimentSwedish\ \ binära experimentGreek\ \ δυαδικό πείραμαFinnish\ \ binäärinen koe; kaksiarvoinen koeHungarian\ \ bináris kiserletTurkish\ \ iki sonuçlu deneyEstonian\ \ binaarkatseLithuanian\ \ binarusis bandymas; binarusis eksperimentasSlovenian\ \ binarni poskusPolish\ \ eksperyment binarnyRussian\ \ бинарный экспериментUkrainian\ \ бінарний експериментSerbian\ \ бинарни експериментIcelandic\ \ tvöfaldur tilraunEuskara\ \ bitarra esperimentuFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تجربة ثنائيةAfrikaans\ \ binêre eksperimentChinese\ \ 双 重 试 验Korean\ \ 이진실험 -
15 complex experiment
French\ \ expérience complexeGerman\ \ zusammengesetzter VersuchDutch\ \ samengesteld experimentItalian\ \ esperimento complessoSpanish\ \ experiencia complejaCatalan\ \ experiència complexaPortuguese\ \ experiência complexaRomanian\ \ -Danish\ \ komplekse eksperimentNorwegian\ \ komplekse eksperimentSwedish\ \ komplexa experimentGreek\ \ πολύπλοκο πείραμαFinnish\ \ monimutkainen (koe)asetelmaHungarian\ \ komplex kísérletTurkish\ \ karmaşık deneyEstonian\ \ komplekskatse; liitkatseLithuanian\ \ kompleksinis bandymas; kompleksinis eksperimentasSlovenian\ \ kompleksna poskusPolish\ \ eksperyment złożonyRussian\ \ сложный экспериментUkrainian\ \ багатофакторний експериментSerbian\ \ комплексан експериментIcelandic\ \ flókin tilraunEuskara\ \ konplexua esperimentuFarsi\ \ azmayeshe mokht letPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ التجربة المعقدةAfrikaans\ \ komplekse eksperimentChinese\ \ 复 杂 试 验Korean\ \ 복소실험 -
16 factorial experiment
= factorial designFrench\ \ expérience factorielleGerman\ \ faktorieller Versuch; FaktorversuchDutch\ \ factorieel experimentItalian\ \ esperimento fattorialeSpanish\ \ experimento factorialCatalan\ \ experiment factorialPortuguese\ \ experiência factorial; experimento fatorial (bra); planeamento factorial; planejamento fatorial (bra)Romanian\ \ experiment factorial; design factorialDanish\ \ faktorforsøgNorwegian\ \ faktorielt eksperimentSwedish\ \ faktorförsökGreek\ \ παραγοντικό πείραμα; παραγοντικός σχεδιασμόςFinnish\ \ yhdistelykoeHungarian\ \ faktoriális kísérletTurkish\ \ etkensel deney; faktöryel deney; faktoryel tasarımEstonian\ \ faktorkatseLithuanian\ \ faktoralinis bandymas; faktoralinis eksperimentasSlovenian\ \ faktorski poskus; poskus z več dejavnikiPolish\ \ doświadczenie czynnikoweRussian\ \ факторный эксперимент; факторный планUkrainian\ \ факторний експериментSerbian\ \ факторијел експеримента; факторијални дизајнIcelandic\ \ þáttatilraumEuskara\ \ faktoriala esperimentua; diseinu faktorialFarsi\ \ azmayeshe faktoriyelPersian-Farsi\ \ آزمايش عاملي; طرح عامليArabic\ \ التجربة العاملية، التصميم العامليAfrikaans\ \ faktoriaaleksperimentChinese\ \ 析 因 实 验Korean\ \ 요인실험; 요인설계 -
17 multi-factorial design
French\ \ plan multifactorielGerman\ \ mehrfaktorieller VersuchsplanDutch\ \ multi-factoriële proefopzetItalian\ \ piano multi-fattorialeSpanish\ \ planeo multifactorial; diseño multifactorialCatalan\ \ disseny multifactorialPortuguese\ \ delineamento multifactorial; planeamento multifactorial; delineamento multifatorial (bra); planejamento multifatorial (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ flerfaktor-designGreek\ \ πολυπαραγοντικό πείραμαFinnish\ \ monifaktorikoeHungarian\ \ többfaktoriális tervTurkish\ \ çok-etkenli tasarım; çok-faktörlü tasarımEstonian\ \ mitmefaktoriline plaanLithuanian\ \ daugiafaktoris modelisSlovenian\ \ -Polish\ \ układ wieloczynnikowyRussian\ \ многофакторный планUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ multi-ttatilraunirEuskara\ \ multi-diseinu faktorialFarsi\ \ t rhe ch ndameliPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تصميم لعوامل متعددةAfrikaans\ \ meerfaktoriaalontwerpChinese\ \ 多 重 析 因 设 计Korean\ \ 다요인계획 -
18 trial
= experimentFrench\ \ épreuve; essai; test; expérienceGerman\ \ VersuchDutch\ \ experimentItalian\ \ prova; esperimentoSpanish\ \ ensayo; pruebaCatalan\ \ assaig; experiment; provaPortuguese\ \ ensaio; prova; experiência; experimento (bra)Romanian\ \ probă; experimentDanish\ \ forsøgNorwegian\ \ forsøkSwedish\ \ försök; studieGreek\ \ δοκιμή; πείραμαFinnish\ \ satunnaiskoe; toistokoe; (kontrolloitavissa oleva) koeHungarian\ \ kísérletTurkish\ \ denemeEstonian\ \ katseLithuanian\ \ bandymas; eksperimentasSlovenian\ \ poskusPolish\ \ próba; egzamin; proces sądowyRussian\ \ проба; экспериментUkrainian\ \ випробування; спробаSerbian\ \ покушај; експериментIcelandic\ \ tilraunEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ آزمايه; آزمايشArabic\ \ محاولة، تجربةAfrikaans\ \ proef; pogingChinese\ \ 试 验 , 试 探Korean\ \ 시행, 시험, 실험 -
19 эксперимент
[εκσπιριμιέντ] ουσ α πείραμα -
20 опыт
-а α.1. πείρα•обмен -ом ανταλλαγή πείρας•
жизненный опыт η πείρα της ζωής•
административный опыт διοικητική πείρα•
военный опыт στρατιωτική πείρα•
личный опыт προσωπική πείρα•
по -у από πείρα•
по собственному -у εξ ιδίας πείρας•
наученный горьким -ом διδαγμένος από την πικρή πείρα.
2. (φιλοσ.) εμπειρία•чувственный опыт αισθησιακή εμπειρία.
3. πείραμα•производить физические -ы κάνω πειράματα φυσικής.
4. δοκιμή, πρόβα. || δοκιμασία•это его первый опыт αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πείραμα — το 1. τεχνητή παραγωγή φαινομένου για μελέτη: Η φυσική στις μικρές τάξεις των σχολείων πρέπει να διδάσκεται με πειράματα. 2. δοκιμή, απόπειρα: Ας κάνουμε ένα πείραμα (μια δοκιμή, απόπειρα, προσπάθεια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείραμα — το, ΝΜ [πειρώμαι] νεοελλ. 1. η πρόκληση, αναπαραγωγή διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη μελέτη και εξακρίβωση τής φύσεως και των νόμων τής εξελίξεώς τους και την ανεύρεση τής αιτίας που τά προκαλεί 2.… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Μίλγκραμ, Στάνλεϊ — (Stanley Milgram, Νέα Υόρκη 1933 – 1984). Αμερικανός ψυχολόγος. Έλαβε διδακτορικό τίτλο στην ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε στην κοινωνική ψυχολογία και, κυρίως, στον νεοεμφανιζόμενο τομέα της αστικής… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
πειραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα, αυτός που γίνεται ή ενεργεί με πειράματα, δοκιμαστικός 2. φρ. α) «πειραματικές επιστήμες» οι επιστήμες που χρησιμοποιούν κυρίως το πείραμα για να αποδείξουν τις υποθέσεις ή τους νόμους τους ή για … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek